συνεργάτης

συνεργάτης
ο, ΝΜΑ, θηλ. συνεργάτιδα και συνεργάτρια και συνεργάτισσα Ν, συνεργάτις, -ιδος, Α [συνεργάζομαι]
αυτός που συνεργάζεται με άλλους για την επίτευξη κοινού έργου (α. «εργάζεται αποδοτικά κι αυτός και οι συνεργάτες του» β. «τὸν ξυνεργάτην ἄγρας», Ευρ.)
νεοελλ.
αυτός που δίνει συνεργασία σε ένα ίδρυμα ή σε μια επιχείρηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνεργάτης — fellow workman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργάτης — ο συμμέτοχος σε κάποιο έργο: Διάλεξε με προσοχή τους συνεργάτες του. – Στις τελευταίες σελίδες αυτού του τόμου αναφέρονται τα ονόματα όλων των συνεργατών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυνεργάτης — συνεργάτης , συνεργάτης fellow workman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργάται — συνεργάτης fellow workman masc nom/voc pl συνεργάτᾱͅ , συνεργάτης fellow workman masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργάταις — συνεργάτης fellow workman masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργάτην — συνεργάτης fellow workman masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργάτου — συνεργάτης fellow workman masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Γεωρκάτζης, Πολύκαρπος — (Παλαιοχώρι Κύπρου 1930 – 1970). Κύπριος πολιτικός και εθνικός αγωνιστής. Μετείχε δραστήρια στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ (1955 59) και μετά την ανεξαρτησία διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών και Αμύνης στις κυβερνήσεις του αρχιεπισκόπου Μακαρίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”